Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαθαίνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο patire, soffrire permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπαθαίνω κατάπτωση = avere un collasso || την έπαθα = ho preso una fregatura || παθαίνω βλάβη = restare in panne Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |