Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›οροσειρά

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

οροσειρά
ουσιαστικό θηλυκό

1 catena
2 colmo
3 dorsale
4 giogaia
5 giogo
6 serra
7 sierra
8 catena di montagne

permalink
‹ όρος
οροσήμανση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

οροπέδιο {οροπεδί-ο...
οροπροφύλαξη [θηλ.ουσ]
ορός [ουσ αρσ ]
όρος [ουσ αρσ ]
όρος {όρ-ους | ...
οροσειρά [θηλ.ουσ]
οροσήμανση {-ης κ. -ά...
ορόσημο {οροσήμ-ου...
οροσφαιρίνη [θηλ.ουσ]
οροφή [θηλ.ουσ]
όροφος {ορόφ-ου |...
ορρωδία [θηλ.ουσ]
ορρωδώ [-είς, -εί...
όρτσα [επιφ.]
ορτσάρισμα [ουσ ουδ.]
ορτσάρω {όρτσ-αρα ...
όρυγμα {ορύγμ-ατο...
ορυζώνας [ουσ αρσ ]
ορυκτέλαια [ουσ ουδ πληθ.]
ορυκτέλαιο {ορυκτελαί...


{{ID:OROSEIRA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti