Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ορτσάρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 cappeggiare
2 orzare (vt vi)
3 prueggiare (vt)
4 andare all'orza
5 essere alla cappa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ορτσάρισμα όρυγμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---