Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόορτσάρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 cappeggiare 2 orzare (vt vi) 3 prueggiare (vt) 4 andare all'orza 5 essere alla cappa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |