Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οροφή
ουσιαστικό θηλυκό

1 [ταβάνι] soffitto
2 [στέγη] tetto
3 [μάξιμουμ] massimale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οροσφαιρίνη όροφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---