Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›οροθετώ

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

οροθετώ
ρήμα μεταβατικό

1 definire
2 delimitare
3 demarcare
4 picchettare (vt)
5 risolvere (vt)
6 stabilire (vt)

permalink
‹ οροθέτηση
όροι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

οροθεραπεία {οροθεραπε...
οροθεραπευτικός [επίθ.]
οροθεσία {οροθεσιών...
οροθέσιο {οροθεσί-ο...
οροθέτηση [θηλ.ουσ]
οροθετώ {οροθετείς...
όροι [ουσ αρσ πληθ.]
ορολογία {ορολογιών...
ορολογικός [επίθ.]
οροπέδιο {οροπεδί-ο...
οροπροφύλαξη [θηλ.ουσ]
ορός [ουσ αρσ ]
όρος [ουσ αρσ ]
όρος {όρ-ους | ...
οροσειρά [θηλ.ουσ]
οροσήμανση {-ης κ. -ά...
ορόσημο {οροσήμ-ου...
οροσφαιρίνη [θηλ.ουσ]
οροφή [θηλ.ουσ]
όροφος {ορόφ-ου |...


{{ID:OROQETW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti