Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
μυρμηγκοφάγος
ουσιαστικό αρσενικό
1
formichiere
2
mirmecofago
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μυρμηγκότρυπα
μυρμηγκοφιλία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
μυρμηγκιάζω
{μυρμήγκια...
μυρμήγκιασμα
[ουσ ουδ.]
Μυρμηγκολογία
[θηλ.ουσ]
μυρμηγκολόγος
[ουσ αρσ ]
μυρμηγκότρυπα
{χωρ. γεν....
μυρμηγκοφάγος
[ουσ αρσ ]
μυρμηγκοφιλία
[θηλ.ουσ]
μυρμηγκόφιλος
[επίθ.]
μυρμηγκοφωλιά
[θηλ.ουσ]
μυρμηκιά
[ουσ ουδ.]
μυρμηκιώ
[-άς, -ά]
μυρμιδών
[ουσ ουδ.]
μύρο
[ουσ ουδ.]
μυροβόλος
[επίθ.]
μύρομαι
{μόνο σε ε...
μυροποιείο
[ουσ ουδ.]
μυροποιία
{χωρ. πληθ...
μυροποιός
[ουσ αρσ ]
μυροπωλείο
[ουσ ουδ.]
μυροπώλης
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis