Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μυροβόλος
επίθετο

1 fragrante
2 odorato
3 odorifero
4 odoroso
5 olezzante
6 profumato
7 redolente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μύρο μύρομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---