Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μυρμηγκιάζω
ρήμα αμετάβατο

1 aggranchire
2 aggranchirsi
3 formicolare
4 indolenzire
5 indolenzirsi
6 rattrappirsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μυρμηγκιά μυρμήγκιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---