Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπουλντόζα
ουσιαστικό θηλυκό

1 apripista
2 bulldozer
3 livellatrice
4 ruspa a prestazione pesante

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπούλμπερη μπουλόνι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---