Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπουκώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 rimpinzare
2 [δωροδοκώ] corrompere
3 [μηχανή] ingolfarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπουκώνομαι μπούλμπερη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---