Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μηχανή
ουσιαστικό θηλυκό

1 macchina
2 [κινητήρας] motore (m)
3 [μοτοσυκλέτα] motocicletta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μηχανεύομαι μηχάνημα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η βάρκα με μηχανή = barca [θηλ.] a motore || η φωτογραφική μηχανή = macchina [θηλ.] fotografica || η ξυριστική μηχανή = rasoio [αρσ.] elettrico


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---