GrecoItaliano


μηχανισμός
ουσιαστικό αρσενικό

meccanismo

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο μηχανισμός ασφαλείας = dispositivo [αρσ.] di sicurezza || ο εκρηκτικός μηχανισμός = ordigno [αρσ.] esplosivo



Sfoglia il dizionario




{{ID:MHCANISMOS100}}
---CACHE---