Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμηχανισμός
ουσιαστικό αρσενικό meccanismo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο μηχανισμός ασφαλείας = dispositivo [αρσ.] di sicurezza || ο εκρηκτικός μηχανισμός = ordigno [αρσ.] esplosivo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |