Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μηχανικός
επίθετο

meccanico

μηχανικός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 meccanico
2 [μηχανολόγος] ingegnere (m)
3 marina macchinista

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μηχανικισμός μηχανισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---