Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαραζώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 decadere
2 intisichire
3 intristire
4 languire
5 marcire (vi)
6 rinsecchire (vi)
7 risecchire (vi)
8 seccare (vi)
9 seccarsi (vrifl)
10 sfiorire (vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαραζωμένος μάραθο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---