Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαράζωμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 abbiosciamento
2 avvizzimento
3 intristimento
4 languidezza
5 sfioritura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαραζιάρης μαραζωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---