Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαράζι
ουσιαστικό ουδέτερο

1 disagio
2 languore
3 malinconia
4 mestizia
5 rompimento
6 spina
7 struggimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαραγκούδικο μαραζιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---