Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαλακός
επίθετο

1 molle, morbido
2 [κλίμα] mite

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαλάκιο μαλακότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το μαλακό αλεύρι = semola [θηλ.] di grano tenero


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---