Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμάλαμα
ουσιαστικό ουδέτερο oro permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαένα κομμάτι μάλαμα = un lingotto [αρσ.] d'oro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |