Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαλακώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ammorbidire
2 [senso figurato] calmare
3 [intransitivo] attenuarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαλακωμένος μάλαμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---