Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λοξοκοιτάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 guarda`re di trave`rso, di sbie`co, con la coda dell'o`cchio
2 ((figurato)) guarda`re storto, di trave`rso, di sbie`co

λοξοκοιτάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [λοξοκοιτώ]

λοξοκοιτώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [λοξοκοιτάζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λοξοκοίταγμα λοξός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---