Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιτανεία  
ουσιαστικό θηλυκό

processio`ne ~f~ con accompagname`nto di litani`e, litani`a ~f~ θ'ακολoυθήσoυμε τη λιτανεία == seguiamo la processione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιτά λιτανεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---