Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιμεώνας
ουσιαστικό αρσενικό variante di [λιμνιώνας] λιμιών ουσιαστικό αρσενικό variante di [λιμνιώνας] λιμιώνας ουσιαστικό αρσενικό variante di [λιμνιώνας] λιμνιών ουσιαστικό αρσενικό variante di [λιμνιώνας] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |