Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιμνάζω
ρήμα αμετάβατο 1 stagna`re, ristagna`re λιμνάζοντα ύδατα == acqua stagnanti 2 ((figurato)) ristagna`re, e`ssere in una fase di rista`gno, e`ssere fermo, non proce`dere λιμνάζουν οι εξαγωγές == le esportazioni ristagnano && η υπόθεση έχει λιμνάσει == la pratica non procede, è ferma permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |