Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεύκωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 album ~m~ (dei rico`rdi) 2 album ~m~, albo ~m~ ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της παλιάς Αθήνας == un album di fotografie della vecchia Atene 3 di uovo albu`me ~m~ 4 biochimica albumi`na ~f~ 5 medicina leuco`ma ~m~ 6 medicina albuminu`ria ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |