Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεονταρισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

smargiassa`ta ~f~, guascona`ta ~f~, millanteri`a ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεοντάρι λέοντας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---