Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 botti`no ~m~; preda ~f~ di guerra 2 ((figurato)) preda ~f~ τo λιοντάρι κατασπάραξε τη λεία του == il leone dilaniò la preda permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |