Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυβερνάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κυβερνώ]

κυβερνώ  
ρήμα μεταβατικό

1 politica governa`re κυβέρνησε δημoκρατικά τη χώρα == ha governato il paese democraticamente
2 governa`re, comanda`re, diri`gere κυβερνώ πλοίο == governare una nave
3 (fig) governa`re, domina`re τον κυβερνoύν τα πάθη του == si lascia governare dalle passioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυβεία κυβερνείο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---