Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυβέρνηση  
ουσιαστικό θηλυκό

gove`rno ~m~, gabine`tto ~m~ έπεσε η κυβέρνηση == il governo è caduto | ανασχηματισμός της κυβέρνησης == rimpasto ministeriale | κυβέρνηση συνασπισμoύ == governo di coalizione | κυβέρνηση ανδρεικέλων == governo fantoccio | η κυβέρνηση Bενιζέλoυ == il gabinetto Venizelos

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυβερνημένος κυβερνητήριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---