Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυβερνητικός
επίθετο 1 governati`vo, del gove`rno κυβερνητική κρίση == crisi di governo, di gabinetto | κυβερνητικός εκπρόσωπος == portavoce del governo 2 filo-governati`vo, governati`vo κυβερνητικός τύπoς == stampa governativa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |