Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρηπίδωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 basame`nto ~m~, base ~f~
2 di porto banchi`na ~f~
3 ferrovie marciapie`de ~m~, banchi`na ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρηπίδα κρηπιδωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---