Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοσμοκράτειρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κοσμοκράτορας]

κοσμοκράτορας  
ουσιαστικό αρσενικό

signo`re ~m~ del mondo

κοσμοκρατόρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κοσμοκράτορας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοσμοϊστορικός κοσμοκρατορία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---