Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοσμοπολίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

cosmopoli`ta ~mf~, cittadi`no ~m~ del mondo

κοσμοπολίτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κοσμοπολίτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοσμοπλημμύρα κοσμοπολίτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---