Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κονταροχτυπιέμαι  
ρήμα παθητικό

1 storia partecipa`re ad una gio`stra, ad un torne`o
2 (fig) lotta`re, ba`ttersi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κονταροχτυπημένος κονταροχτύπισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---