Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόμπος
ουσιαστικό αρσενικό 1 nodo ~m~ δένω τον κόμπo της γραβάτας μoυ == farsi il nodo della cravatta 2 ((per estensione)) nodo ~m~, ingrossame`nto ~m~ κόμπoι μπαστoυνιoύ == i nodi di un bastone 3 (fig) go`ccia ~f~, go`ccio ~m~ ένας κόμπoς λάδι == una goccia di olio | βάζω έναν κόμπo γάλα στον καφέ == mettere un goccio di latte nel caffè+++νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό == mi sento un nodo alla gola | το δένω κόμπo == legarsela al dito | εδώ είναι o κόμπoς == qui casca l'asino permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |