κομφορμιστής
ουσιαστικό αρσενικό
conformi`sta ~mf~
κομφορμίστας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [κομφορμιστής]
κομφορμίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κομφορμιστής]
ουσιαστικό αρσενικό
conformi`sta ~mf~
κομφορμίστας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [κομφορμιστής]
κομφορμίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κομφορμιστής]
permalink
κομφορμίστας [ουσ αρσ ]
κομφορμιστής [ουσ αρσ ]
κομφορμίστρια [θηλ.ουσ]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
