GrecoItaliano


κομφορμιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

conformi`sta ~mf~

κομφορμίστας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κομφορμιστής]

κομφορμίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κομφορμιστής]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KOMFORMISTHS100}}
---CACHE---