Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κομφορμίστας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κομφορμιστής]

κομφορμιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

conformi`sta ~mf~

κομφορμίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κομφορμιστής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κομφορμισμός κομφορμιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---