Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκομφόρ
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός co`nfort ~m~, comodità ~fp~ σπίτι με όλα τα κoμφόρ == una casa con tutti i confort, con tutte le comodità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |