Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκομπαστής
ουσιαστικό αρσενικό smargia`sso ~m~, millantato`re ~m~, spacco`ne ~m~ κομπάστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κομπαστής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |