Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκομπάρσα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κομπάρσος] κομπάρσος ουσιαστικό αρσενικό comparsa ~f~ ((anche in senso figurato)) είμαι κομπάρσος σε μια ταινία == fare la comparsa in un film permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |