Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκομπιναδόρισσα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κομπιναδόρος] κομπιναδόρος επίθετο chi vive di espedie`nti, truffato`re ~m~, truffaldi`no ~m~, imbroglio`ne ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |