GrecoItaliano


κομπογιαννίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

medica`stro ~m~, ciarlata`no ~m~

κομπογιαννίτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κομπογιαννίτης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KOMPOGIANNITHS100}}
---CACHE---