Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκομπογιαννίτης
ουσιαστικό αρσενικό medica`stro ~m~, ciarlata`no ~m~ κομπογιαννίτισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κομπογιαννίτης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |