Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κομμωτήριο  
ουσιαστικό ουδέτερο

nego`zio ~m~ di parrucchie`re πηγαίνω στο κομμωτήριο == andare dal parrucchiere, dalla parrucchiera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κόμμωση κομμωτής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---