Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κομμουνιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

comuni`sta ~mf~

κομμουνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κομμουνιστής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κομμούνα κόμμωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---