Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκομμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [κόβω] 2 taglia`to κομμένα ξύλα == legna tagliata 3 scolori`to, sbiadi`to, pesto κομμένο χρώμα == colore sbiadito 4 censura`to, taglia`to 5 impazza`to κoμμένη κρέμα == crema impazzata 6 di persona sciupa`to, sbattu`to σε βρίσκω λίγο κoμμένo σήμερα == oggi ti trovo un po' sbattuto | κομμένα μάτια == occhi pesti 7 di persona boccia`to, respi`nto 8 mozza`to, mozzo, taglia`to αλεπού με κoμμένη ουρά == una volpe dalla coda mozza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |