Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κιμωλία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 gesso ~m~
2 gesso ~m~, gesse`tto γράφω με κιμωλία == scrivere col gesso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κιμπούτς Κίνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---