Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατορθωσιμότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 attuabilità ~f~
2 eseguibilità ~f~
3 l'e`ssere ~m~ fatti`bile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατόρθωση κατορθωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---