Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατόρθωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 impre`sa ~f~ θα είναι σωστό κατόρθωμα να τον πείσουμε == sarà una vera impresa convincerlo 2 ((specialmente al plurale)) atti di coraggio, gesta, imprese, prodezze, conquiste ((anche ironico)) τα κατορθώματα των ιπποτών του Μεσαίωνα == le gesta dei paladini | καμαρώνει για τα κατορθώματά του == si vanta delle sue imprese | τα μάθαμε τα κατορθώματά σου στο πάρτι! == abbiamo saputo delle tue prodezze, delle tue conquiste alla festa! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |