Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατατόπια  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

il posto ~m~ dove si trova ogni cosa, ogni angolo δεν έχω μάθει ακόμα τα κατατόπια == non so ancora dοv' è il posto di ogni cosa, non mi sono ancora ambientato | βλέπω ότι τα ξέρεις καλά τα κατατόπια της πόλης == vedo che conosci molto bene ogni angolo della città, vedo che sei molto pratico della città

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατατονικός κατατοπίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---