Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταγοητευμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταγοητεύω]
2 emoziona`to
3 esalta`to
4 estasia`to
5 esta`tico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταγνεύω καταγοητεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---