Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταγίνομαι  
ρήμα παθητικό

occupa`rsi di qualcosa con passione καταγίνεται με το περιβολάκι του == si occupa con passione del suo campicello | καταγίνεται με το νοικοκυριό == si occupa della casa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταγιγνώσκω καταγκρεμνίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---