Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταγίνομαι
ρήμα παθητικό occupa`rsi di qualcosa con passione καταγίνεται με το περιβολάκι του == si occupa con passione del suo campicello | καταγίνεται με το νοικοκυριό == si occupa della casa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |