Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλοσύνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 bontà ~f~ ψυχική καλοσύνη == bontà d'animo | εκμεταλλεύoμαι την καλoσύνη κάποιου == approfittarsi della bontà di qualcuno | θα είχατε την καλοσύνη να περιμένετε μια στιγμή; == avrebbe la bontà di, sarebbe così gentile da, mi farebbe la gentilezza di aspettare un attimo? | αν έχετε την καλοσύνη, ξαναπεράστε αύριo == abbia la bontà di ripassare domani | καλοσύνη σου πού με βοήθησες == sei stato molto gentile ad aiutarmi | καλοσύνη σου! == ((ironico)) bontà tua!
2 beneficie`nza ~f~, o`pera ~f~ buo`na
3 ((specialmente al plurale)) pregi ~mp~, qualità ~fp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλοσυνεύω καλοσυνηθίζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι καλοσύνες [f.] = le opere [θηλ. πλυθ.] buone


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---